Ένας τύπος με μηχανή , πάει να περάσει τα Μεξικανικά σύνορα με δύο σάκους να ισορροπούν στους ώμους του .
Φρουρός : " Τι έχεις στους σάκους ; "
Τύπος : " Αμμο ! "
Ο φρουρός τον κατεβάζει από τη μηχανή , ψάχνει τους σάκους ... γεμάτοι άμμο . Ο τύπος τα μαζεύει , ανεβαίνει στη μηχανή και φεύγει . Μετά από δύο εβδομάδες , πάλι τα ίδια ...
Φρουρός : " Τι έχεις εκεί ; "
Τύπος : " Αμμο ! "
Φρουρός : " Κατέβα να σε ψάξουμε ".
Τα ίδια ... τίποτα παρά άμμος και ο τύπος ανέβηκε στη μηχανή και έφυγε .
Κάθε δύο εβδομάδες , επί έξι μήνες , οι έρευνες συνεχίστηκαν . Τελικά , μια βδομάδα ο τύπος δε φάνηκε . Ωστόσο , τον πέτυχε ο φρουρός στο κέντρο της πόλης και του λέει :
" Κολλητέ , μας είχες τρελάνει . Ξέραμε ότι κάτι πέρναγες λαθραία πάνω - κάτω . Δε θα πω τίποτα σε κανέναν ... τι λαθραία περνούσες απ τα σύνορα ; "
Κι ο τύπος απαντά :
" Μοτοσικλέτες " .
Συζητούσαν ένας Γερμανός, ένας Αμερικάνος, ένας Γιαπωνέζος και ένας Πόντιος. Σε κάποια στιγμή λέει ο Γερμανός:
- Εμείς στη Γερμανία φτιάξαμε ένα αυτοκίνητο 32 μέτρα.
- Εμείς, λέει ο Αμερικάνος, φτιάξαμε έναν ουρανοξύστη 1800 πατώματα.
- Εμείς, λέει ο Γιαπωνέζος, φτιάξαμε ένα τρένο που πάει με 1200 χλμ/ώρα.
-Εγώ, λέει ο Πόντιος, έχω έναν φίλο από την Κάτω Τούμπα που την έχει 1.5 μέτρο.
- Σιγά ρε φίλε, του λένε οι άλλοι.
- Γιατί, τους λέει ο Πόντιος, αυτά που είπατε εσείς αλήθεια είναι;
- Εντάξει λέει ο Γερμανός, το αμάξι που σας είπα δεν είναι 32 μέτρα, είναι 12.
- Ο ουρανοξύστης που είπα εγώ, δεν έχει 1800 πατώματα αλλά 900, λέει ο Αμερικάνος.
- Και το τρένο που έλεγα εγώ, δεν πάει με 1200 αλλά με 600, λέει ο Γιαπωνέζος.
- Εγώ πάλι ρε παιδιά, λέει ο Πόντιος, τι να σας πω, δεν θυμάμαι, από την Κάτω Τούμπα είναι, από την Ανω Τούμπα είναι...
Ο Τοτός και ο Μπόμπος κοιτάνε τα πουλάκια τους καθώς κατουράνε στις τουαλέτες του σχολείου. Του Μπόμπου είναι ίσιο ενώ του Τοτού στριφτό σαν
ουρά γουρουνιού.
- Αχα καλό κι αυτό δεν έχω ξαναδεί τέτοιο πουλί ποτέ! λέει ο Μπόμπος.
- Γιατί τι έχει; ρωτάει ο Τοτός.
- Είναι σαν τιρμπουσόν ρε τι, τι έχει;
- Γιατί το δικό σου δηλαδή πως είναι ρε;
- Το δικό μου ρε βλάκα είναι ίσιο δηλαδή φυσιολογικό.
- Τι θα πει ρε φυσιολογικό; Κι εγώ νόμιζα πως το δικό μου είναι φυσιολογικό αλλά τελικά όλα είναι φυσιολογικά.
Εκείνη την στιγμή ο Μπόμπος την τινάζει.
- Όπα τι έκανες τώρα;
- Την τίναξα ρε.
- Γιατί αυτό;
- Για να πέσουν και οι τελευταίες σταγόνες ρε αστοιχείωτε.
- Α, έτσι εξηγείται... εγώ όλα αυτά τα χρόνια την στράγγιζα!
Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα πολύ μικρό χωριουδάκι ζούσε μια γεροντοκόρη, 85 Μαΐων, που ήταν ακόμη παρθένα, παρόλα τα χρονάκια της. Ήταν πολύ περήφανη για το γεγονός ότι δεν είχε χάσει την παρθενιά της και επειδή καταλάβαινε ότι δεν είχε πολύ να ζήσει ακόμη, πήγε και βρήκε το νεκροθάφτη και του είπε ότι η επιθυμία της ήταν, όταν πέθαινε, να γράφανε πάνω στην ταφόπλακα τα εξής:
«Γεννήθηκε παρθένα, έζησε παρθένα και πέθανε παρθένα».
Κανόνισε και τους λογαριασμούς της μαζί του και έφυγε.
Όταν, μετά από ένα διάστημα, πέθανε η παρθένα, ο νεκροθάφτης είπε στους παραγιούς του τι ήθελε να της γράψουν πάνω στην ταφόπλακα κι έφυγε, για να τους αφήσει να κάνουν τη δουλειά.
Επειδή όμως βαριόντουσαν εκείνοι και βρήκαν την επιγραφή πολύ μεγάλη, σκάλισαν πάνω στην πέτρα:
«Επιστρέφεται χωρίς να ανοιχτεί».
Μπαίνει στο μπαρ ο Κώστας και λέει στο Γιάννη, τον μπάρμαν:
- Βάλε μου κάτι δυνατό, Γιάννη. Μόλις είχα ένα τρικούβερτο καυγά με τη γυναίκα μου.
- Μπα; Και πώς τελείωσε αυτός ο καυγάς σας;
- Ήρθε σε μένα γονατιστή, σκυμμένη στα τέσσερα, λέει ο Κώστας.
- Αλήθεια; Αυτό είναι απ τ άγραφα! Και τι σου είπε;
- Είπε: «Έβγα από κάτω απ' το κρεβάτι, φοβητσιάρη παλιοχέστη!»